- ἀθεσμοφάγος
- ἀθεσμοφάγος, ον,A eating unlawful meats, Man.4.564.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αθεσμοφάγος — ἀθεσμοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει μη επιτρεπόμενα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄθεσμος + φάγος < ἔφαγον, αόρ. β΄ τού ἐσθίω] … Dictionary of Greek
ἀθεσμοφάγος — eating unlawful meats masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)